- κωλικῶν
- κωλικῶνκωλικόςsuffering in the colon: fem gen plκωλικόςsuffering in the colon: masc /neut gen pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
κωλικῶν — κωλικός suffering in the colon fem gen pl κωλικός suffering in the colon masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιοραβάντι — το, Ν άκλ. (κυρίως σε φρ.) «οινοπνευματώδες παρασκεύασμα φιοραβάντι» (παλαιότερα) οινοπνευματώδες παρασκεύασμα από μίγμα ρητίνης, δαφνοκερασιού, στύρακος και αλόης, που χρησιμοποιήθηκε για εντριβές στην αγωγή τών ρευματισμών και τών νεφρικών… … Dictionary of Greek